πένσα

πένσα
pliers

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πένσα — η είδος λαβίδας που αποτελείται από δύο αρθρωτούς βραχίονες, διαμορφωμένους κατά το ένα τους άκρο σε σιαγόνα, μορφής προσαρμοσμένης στην προβλεπόμενη χρήση και, κατά το άλλο, σε χειρολαβή, και χρησιμεύει για σύλληψη, συγκράτηση, κοπή κ.ά. χρήσεις …   Dictionary of Greek

  • ηλάγρα — η εργαλείο με το οποίο αποσπούμε τα καρφιά, κν. τανάλια, πένσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + άγρα «ενέργεια τού συλλαμβάνειν». Νεόπλαστο κατά τα αρχ. κρεάγρα «τανάλια κρέατος», πυράγρα «τσιμπίδα τής φωτιάς» κ.ά. Μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”